9/4/12

Ε , ε, ε, . καλωσόρισες

   (Μια αληθινή προσφορά των οικοδόμων)

  Πάει χρόνος τώρα, που ένα πρωινό μπήκαν στο διπλανό σπιτάκι οι «επιδρομείς». Ήρθαν με κάτι μεζούρες στα χέρια τους, μετρούσαν, έγραφαν, τραβούσαν την κορδέλα εδώ κι εκεί, στη γωνία, στα σκαλοπάτια .Έτσι, απρόσμενα κι αναπάντεχα εμφανίστηκαν και χωρίς να νοιάζονται πατούσαν πάνω στον κήπο, δεν λογάριαζαν τα λουλούδια, τις γαζίες, τις τριανταφυλλιές, κι αφού δεν έβλεπε ο ένας τη σταδία καλά, να γράψει στα χαρτιά τους αριθμούς που ήθελε, ο άλλος τράβηξε το αγιόκλημα και το ξεκόλλησε απ' το κιγκλίδωμα.
  Τι φταίει το αγιόκλημα, είπα μέσα μου. Αυτό, όπως είχε σκαρφαλώσει, εκεί που ήταν ανεβασμένο το 'βλεπες κι ένιωθες πως κάθεται το φεγγαράκι πάνω του, σαν ένα μοναδικό ασημολούλουδο.
Φωνές μονότονες, επαγγελματικές.
-Πιο πέρα, πιο ψηλά, δε βλέπω τη σταδία.  Στοπ, καλά είσαι εκεί. Περίμενε.
Τις άκουγες κι ένιωθες πως άκουγες τις «κλαγγές των ορδών του Αττίλα».  
  Ξεκίνησαν να φύγουν. Είδα έναν απ' αυτούς να κόβει ένα τριαντάφυλλο. Κι ήθελα από καιρό να κλαδέψω την τριανταφυλλιά. Αλλά δεν είχα τα κλειδιά του σπιτιού. Είχαν φύγει οι ιδιοκτήτες και είχαν εγκατασταθεί στα Δυτικά Προάστια.
  Ανώφελο, είπα μέσα μου. Απλά, αυτό αποκόπηκε από το χώρο του και μαζί του, -το πίστευσα - κόπηκαν αναμνήσεις, χαρές, έρωτες, δημιουργία, λύπες, παιχνίδια .Μια ζωή. Παρελθούσα όμως.
                                         ***
Δεν πέρασε μια βδομάδα κι ένα πρωί ξύπνησα απότομα. Δυνατός, παράξενος θόρυβος. Πρωτόφαντο μηχάνημα είχε εγκατασταθεί στη γειτονιά. Ξέρετε από αυτά τα επιτεύγματα της σύγχρονης μηχανικής που τα χρησιμοποιούμε για να γκρεμίσουμε τα χαμόσπιτα και να αναγείρουμε τις πολυώροφες πολυκατοικίες. Χρήσιμο μηχάνημα, αποδοτικό, με τιτάνεια δύναμη, σχεδόν αυτόματη λειτουργία, όμως ψυχρή, χωρίς συναίσθημα, χωρίς καημό και μεράκι.
  Στη βάση της κορυφής του, υπήρχε ένα κουβούκλιο, μια μικρή καμπίνα, και μέσα ήταν ο χειριστής του μηχανήματος. Οι άλλοι στο έδαφος επικοινωνούσαν με ασύρματο. Και δόστου μανούβρες, να το κουμάντο. Κι ο ανθρωπάκος εκεί ψηλά μεταξύ ουρανού και γης, με κινήσεις των χεριών του, σχεδόν παλμικές, κατάφερνε και πειθαρχούσε το «προϊστορικό αυτό τέρας». Ώσπου κάποια στιγμή πήρε τη δεσπόζουσα θέση στο δρόμο. Άρχοντας, κυρίαρχος, εξουσιαστής.
  Και τότε κατάλαβα .Θα γκρεμίσουν το διπλανό σπιτάκι.
Συνηθισμένο πράγμα, είπα μέσα μου.  Να 'τανε τοπ μοναδικό. Ο κανόνας είναι.
  Δεν πρόλαβα να τελειώσω τη σκέψη μου και το μηχάνημα άρχισε το «έργο» του. Μέσα σε μια ώρα είχε γκρεμίσει το σπίτι.
  Φορτηγά, πήγαιναν κι έρχονταν. Φόρτωναν τα  «κατακάθια» μιας ζωής, κι έφευγαν.  Γύριζαν άδεια.
-Πού πάνε αυτά τα φορτηγά, γεμάτα; Ρώτησα τη γυναίκα μου.
-Μα, πού αλλού; Στη χωματερή. Πού θα πετάξουν  τα μπάζα; Στο δρόμο; Ήταν η απάντησή της.
  Δε μίλησα. Μόνο θυμήθηκα πως υπάρχει κι άλλη χωματερή. Εκεί συμπιέζονται και θάβονται τα σκουπίδια.  Εδώ., οι άνθρωποι!!!, οι σχέσεις, οι αναμνήσεις, οι απόψεις και η δημιουργία!
                         ***

  Το έργο προχώρησε. Ένας, κι άλλος, κι άλλος ο όροφος. Πολυώροφη οικοδομή. Έτοιμη πλέον να δεχτεί τις οικογένειες. Έτσι, όπως κι άλλες πολυκατοικίες-τσιμεντένια κουτιά- όπου οι άνθρωποι στριμωχτήκανε φαμίλιες και φαμίλιες κι ούτε βλέπονται ούτε χαιρετιούνται.
  Τελείωσε η πολυκατοικία.
  Πώς τελείωσε ούτε που το κατάλαβα. Δεν διαπίστωσα ποτέ την επιθυμία της δημιουργίας, το μεράκι του δουλευτή, τη λαχτάρα του τελειώματος. Δεν είδα τίποτε απ' όλα αυτά. Απρόσωπα «άγευστα» και «άοσμα», όπως ξεκίνησαν, έτσι και τελείωσαν.
  Τα μάζεψαν κι έφυγαν.
Κι έμεινα μόνος μου στο παράθυρο να κοιτάζω, «αγκαλιά» με τις αναμνήσεις μου.
Πίσω, πολύ πίσω.  Στα Τζουμέρκα. Στην Άγναντα, στην Πράμαντα. Τότε. .Εκεί..
 Εκεί,  όπου το ανθρώπινο  χέρι σπιθαμή προς σπιθαμή, πέτρα με πέτρα, ύψωνε το οικοδόμημα.
Εκεί, όπου κυριαρχούσε η συντροφικότητα και η αλληλοβοήθεια.
Εκεί, όπου στο πρόσωπο των εργατών φαινόταν η χαρά της προσωπικής δημιουργίας.
Εκεί, όπου το τελείωμα του σπιτιού βεβαίωνε πανηγυρικά ο αρχιμάστορας, αλλά και τόσοι άλλοι πανάξιοι αρχιεργάτες που, ανεβασμένοι στον καβαλάρη, δημοσιοποιούσαν το δώρο του καθενός.
Ε, καλωσόρισες. Το δώρο του.....
Να ζήσει, να ζήσουν τα παιδιά του,
αυτός και η οικογένειά του,
κι ό,τι ποθεί η καρδιά του,
να το βρει μπροστά του.

               Χρίστος Α. Τούμπουρος
               Αγναντίτης- Τζουμερκιώτης 
(To αφιερώνω στον φίλο μου, τον Κώστα Τσαμπούλα)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου