Τι μας δένει με τα
Τζουμέρκα
«Το πάθος τ’ ακαπίστρωτο με σέρνει
καβαλάρη»
Κωστής
Παλαμάς
Εκεί, στα Τζουμέρκα μεγαλώσαμε…
Γη φτενή, χώμα λίγο. Περισσεύουν τα τσόκαλα. Και οι
κοφτερίδες σκίζουν τα αγριοπόδαρα.
Φτενά χωράφια κρατημένα
σε πεζούλια
κι άπιαστες γίδες που
κρεμιούνται σε γκρεμνούς,
ετούτ’ είν’ η πατρίδα
μας· μα η πούλια
δε λάμπει πιο καθάρια
σ’ άλλους ουρανούς.
Γιώργος Κοτζιούλας
Μακρόχρονος μόχθος, σκληρή δουλειά, ακριβό το δώρο της
ζωής. Κόποι ανείπωτοι, ποτάμια ο ιδρώτας, κορμιά αντρειωμένα που αντιστέκονται
στους μανιασμένους ανέμους, που στύβουν τις πέτρες μέσα στα χέρια τους,
ατρόμητοι κι ακατάβλητοι εραστές, που «βατεύουν» τη γη, για να γευτούν τη
Δημιουργία. Της Δημιουργίας αυτής γινόμαστε και εμείς ΚΟΙΝΩΝΟΙ.
Να! ξεμυτίζει το κεχρί, ροδίζει το σταφύλι,
κορφοπρασίνισε η συκιά, κατάπεσε ο θρακιάς,
το στάχυ γέρνει προς τη γη, προς το φιλί τ’ αχείλι,
προς τ’ ουρανού τα ολάνοιχτα,καπνέ,φιδογλιστράς.
Κωστής
Παλαμάς
Τζουμερκιώτες. Άνθρωποι σκληροί, μα γεμάτοι λυρισμό,
πολλές φορές «αλύγιστοι», αλλά παθιασμένοι με τον τόπο τους, «βουνίσιοι» με
συναίσθημα, που μέσα τους στέριωσε ο έρωτας.
Θεέ μου, βρέξε, χιόνισε, κάνε βαρύ χειμώνα,
για να σαπούνε τα σχοινιά, να πέσουν τα κουδούνια,
να χάσ’ ο νιος τα πρόβατα, να χάσ’ η νια τα γίδια,
να χάσ’ ο νιος τα πρόβατα, ναρθεί στην αγκαλιά μου.
Δημοτικό
Τραγούδι Τζουμέρκων
Μας δένει το πάθος για τη ζωή, αυτό που δείξαμε
παιδάκια, που είναι αλήθεια ότι δεν είχαμε να φάμε, αλλά περίσσευε σε μάς το
όνειρο. Κι αυτό το όνειρο με αγώνα το πραγματοποιήσαμε. Σ’ έναν τόπο που
αγαπήσαμε.
Εκεί τ’ αηδόνια ως άκουγα, τριγύρω μου,
και τους καρπούς γευόμουν απ’ το δίσκο
είχε τη γέψη του σταριού, του τραγουδιού και του
μελιού
βαθιά στον ουρανίσκο. Άγγελος
Σικελιανός
Μας δένει το τραγούδι, και το κλαρίνο.
«Στο κλαρίνο του Χαλκιά βογκάει,
τινάζεται, χαμογελάει, χορεύει η Ελλάδα». Γιάννης
Ρίτσος
Αγαπάμε το Τζουμερκιώτικο χώμα, αφού το πάτησαν
παλικάρια. Εκεί βρίσκουμε αμαλαϊά και λειτουργεί αζάπωτα, απείθαρχα και
ανυπάκουα η σκέψη μας. Ελεύθερη.
Η επαφή με τον τόπο μας δεν είναι και δεν πιστεύουμε
πως είναι ακινησία. Είναι ρεύμα σκέψης, ελπίδα και ζωή. Περπατώντας τα
Τζουμερκιώτικα στρουγγλίθια, βιώνουμε τα ονείρατα της νιότης και
συντάσσουμε και ζούμε τις ίδιες κι απαράλλακτες χρυσές ελπίδες των παιδικών μας
χρόνων.
νάχω και κόρην όμορφη στεφανωτή μου νάχω,
να μου βοηθάη στο σάλαγο, να μου βοηθάη στα γρέκια
κι όντας θα τα σταλίζουμε τα δειλινά στους ίσκιους,
στης ρεματιάς τη χλωρασιά μαζί της να πλαγιάζω,
να με κοιμίζη με φιλιά στους δροσερούς της κόρφους. Κώστας
Κρυστάλλης
Μας δένει η γλώσσα μας, η Τζουμερκιώτικη λαλιά.
Γιατί μ’ αρέσει η γλώσσα σου, γιατί μ’ αρέσει εμένα,
Σαν κάποια αργά ανεβάσματα σε κάποια ορθά βουνά.
Μέσα της πέλαγα άψαχτα. Στα δάση τα παρθένα
Φωλιάζουν όλα τ’ άπιαστα και τ’ άγρια πουλιά.
Κωστής
Παλαμάς
Εκεί, γινόμαστε αληθινοί «
κελαϊδεστάδες».
Κι είτανε γύρω όλο νερά, ποτάμια, καταρράχτες,
λίμνες, βρυσούλες, ρεματιές, πηγές, νεροσυρμές,
καλαϊδεστάδες ήσυχοι και βροντερόηχοι κράχτες,
ύπνοι νερών αξύπνητοι και δρόμοι και φωνές.
Κωστής
Παλαμάς
Όλα μας δένουν με τα άγρια Τζουμέρκα.
Και οι θύμισες της νιότης και οι καταβολές μας, και η
ανείπωτη ομορφιά της φύσης και η ηδονή της αγριάδας.
Εκεί στα Τζουμέρκα κάθε καλοκαίρι:
(ακούμε) τριγύρω (μας)
πεύκα κι οξιές να σκούζουν,
τον ήχο της βροχής (ακούμε) και
γλυκοκοιμιόμαστε.
(Εκεί) του λόγγου τα πουλιά με τον κελαϊδισμό τους
(μας) κοιμίζουν το βραδύ, και (μας) ξυπνούν το τάχυ.
(Εκεί, στα Τζουμέρκα), η βρυσούλα, η ρεματιά, παλιές,
γλυκιές (μας) αγάπες
(μας) προσφέρουν γιατρικό τ’ αθάνατα νερά τους.
Μ’ αυτά και μ’ άλλα να ευχηθούμε από βάθους
καρδιάς ΚΑΛΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ.
Και να έχουμε υπόψη μας τα
ακόλουθα:
« ΌΤΑΝ Ο Νώε εφύτευσε το κλήμα της αμπέλου -λέγουσι οι
Ραβίνοι- παρευρεθείς ο Σατανάς, εθυσίασε τέσσερα ζώα, πρόβατον, λέοντα, πίθηκον
και συν. Τα ζώα δε ταύτα παρίστανον τους διαφόρους βαθμούς
μέθης. Όταν αρχίζει τις να πίνει, ομοιάζει το αρνίον κατά την πραότητα
και άγνοια∙ γίνεται ακολούθως τολμηρός καθώς ο λέων∙ μετ’ ολίγον, η
ανδρεία του μεταμορφούται εις την μωρίαν του πιθήκου∙ και τελευταίον κυλίεται
εις τον βόρβορον, καθώς η συς».
Μετάφραση
Όταν ο Νώε φύτευσε το κλήμα της αμπέλου, ο Σατανάς που
παρευρίσκονταν
θυσίασε τέσσερα ζώα. Πρόβατο, λέοντα, πίθηκο και
συν. Τα ζώα αυτά
παρίσταναν τους διάφορους βαθμούς μέθης. Όταν αρχίζει
κάποιος να πίνει
μοιάζει με το αρνάκι ως προς την πραότητα και την
άγνοια. Ακολούθως γίνεται τολμηρός όπως το λιοντάρι. Μετά από λίγο η ανδρεία
του μεταμορφώνεται σε μωρία πιθήκου. Τελευταία κυλίεται στο βόρβορο,
καθώς η συς.
Καλά τσίπουρα…
Χρίστος Α. Τούμπουρος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου